Brexit: Χρονικό και σενάρια με βάση τις τελευταίες εξελίξεις

Brexit-onned-uk

Το πολυσυζητημένο Brexit, αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος που οργάνωσε ο πρώην πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου David Cameron και επέφερε την παραίτησή του, δημιούργησε πρωτοφανείς προκλήσεις για την ευρωπαϊκή διπλωματία. Ως η πρώτη φορά που κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφασίζει να αποχωρήσει από την Ένωση, δεν υπήρχε νομικό ή πολιτικό προηγούμενο που να μπορούσε να λειτουργήσει ως φάρος στη διαδικασία αποχώρησης, παρά μόνο το άρθρο 50 της Συνθήκης της Λισαβώνας. Αυτό ήταν και έναυσμα για τις δαιδαλώδεις διαπραγματεύσεις που εξελίσσονται έως και σήμερα.

 

Αναδρομή στα γεγονότα

Το Ηνωμένο Βασίλειο, αν και ποτέ δεν αποφάσισε να γίνει μέλος της Ευρωζώνης και να υιοθετήσει το Ευρώ ως νόμισμα, ήταν ένα από τα 28 μέλη της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς. Η ενιαία ευρωπαϊκή αγορά αποτελείται από τις λεγόμενες 4 ελευθερίες: ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων, εμπορευμάτων, υπηρεσιών και προσώπων, χωρίς περιορισμούς αναμεσά στα μέλη της. Η ορθή κατανόηση της έννοιας της κοινής αγοράς και των επιμέρους ελευθεριών που προσφέρει αποτελεί αδήριτη ανάγκη για τη πλήρη κατανόηση των διαπραγματεύσεων για την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Όπως είναι γνωστό οι διαπραγματεύσεις αυτές αποτελούν ακανθώδες ζήτημα επειδή τα δυο μέλη που διαπραγματεύονται, το Ηνωμένο Βασίλειο από τη μία και η Ευρωπαϊκή Ένωση από την άλλη, έχουν αποκλίνοντα συμφέροντα (Bongardt & Torres, 2016).

Το δημοψήφισμα έγινε στις 23 Ιουνίου 2016. Το γράμμα που εξέφραζε τη θέληση του Ηνωμένου Βασιλείου να αποχωρήσει, υπογεγραμμένο από τη Βρετανή πρωθυπουργό Theresa May, παραδόθηκε ιδιοχείρως από το Βρετανό πρέσβη στον επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Donald Tusk  στις 29 Μαρτίου 2017 και από τότε άρχισε η αντίστροφη μέτρηση που καθορίζεται στο άρθρο 50. Μέσα σε αυτό το χρονικό πλαίσιο των 2 χρόνων θα έπρεπε να ολοκληρωθούν οι διαπραγματεύσεις. Από την πλευρά του Ηνωμένου Βασιλείου, η κυβέρνηση May επέλεξε τον David Davis ως επικεφαλής των διαπραγματεύσεων, ενώ η όλη διαδικασία συντονίζεται από ένα νέο υπουργείο ιδρυμένο για αυτόν αποκλειστικά το σκοπό. Ο  David Davis, όμως, μαζί με τον υπουργό εξωτερικών Boris Johnson αποφάσισαν να παραιτηθούν το προηγούμενο μήνα σε μια ξαφνική νέα κρίση με αφορμή το Brexit. Ο υπουργός εξωτερικών αντικαταστάθηκε απο τον Jeremy Hunt ενώ ο Dominic Raab ορίστηκε υπεύθυνος για θέματα Brexit. Οι λόγοι που εξώθησαν στις παραιτήσεις των κορυφαίων κυβερνητικών στελεχών το προηγούμενο μήνα παραμένουν αίολοι, αλλά η κύρια αιτία φαίνεται να είναι η διαφωνία τους στο προσχέδιο το οποίο προκρίθηκε από τη πλευρά της πρωθυπουργού και αφορούσε σε ένα ήπιο Brexit.   Από τη πλευρά της Ευρωπαϊκής Ένωσης,  βασικός διαπραγματευτής είναι το πιο υπερεθνικό όργανο της Ένωσης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και συγκεκριμένα ο Michel Barnier. Η τελική συμφωνία θα πρέπει να εγκριθεί από τους αρχηγούς των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δηλαδή το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο με ειδική πλειοψηφία και επιπλέον να πάρει τη σύμφωνη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβούλιου, όπου επικεφαλής για τη διαπραγμάτευση έχει οριστεί ο αρχηγός του ALDE, Guy Verhofstadt.

 

Soft Brexit ή Hard Brexit

Πολλές διαφορετικές εκδοχές έχουν ειπωθεί περί της συμφωνίας που θα υπάρξει μετά την τελική έξοδο της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά αυτές θα μπορούσαν να συνοψιστούν σε 2 ακραίες εκφάνσεις: η μια είναι μια ήπια αποχώρηση και η άλλη το λεγόμενο σκληρό Brexit. Και οι δύο εξ αυτών έχουν διαφορετικά αρνητικά και θετικά για τους συμβαλλόμενους (De Grauwe, 2016).

Ένα ήπιο Brexit  θα  ήταν παρόμοιο με το μοντέλο της Νορβηγίας (De Grauwe, 2016). Η Νορβηγία όπως το Λιχτενστάιν και η Ισλανδία, όλες κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελευθέρων Συναλλαγών (ΕΖΕΣ),  αν και δεν είναι μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι μέλη του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου και ως τέτοια, έχουν πρόσβαση στην Ευρωπαϊκή Ενιαία αγορά για τα περισσότερα προϊόντα και υπηρεσίες. Αντίστοιχα, σε μια τέτοια περίπτωση το Ηνωμένο Βασίλειο θα έπρεπε αν αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση και μετέπειτα να γίνει μέλος της ΕΖΕΣ, ώστε να αρχίσει να απολαμβάνει εκ νέου τα οφέλη της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς, του μεγαλύτερου εμπορικού εταίρου του Ηνωμένου Βασιλείου. Ενώ οικονομικά ένα τέτοιο πλάνο θα ήταν ιδιαίτερα ωφέλιμο,  αντιμετωπίζει έλλειμα πολιτικής νομιμοποίησης και έτσι καθίσταται δύσκολα πραγματοποιήσιμο για τρεις κυρίως λόγους. Αρχικά, αν και η χώρα δεν θα ήταν υποχρεωμένη να ακολουθεί τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου – ένα από τα βασικά αιτήματα των υπέρμαχων του Brexit – θα έπρεπε αντ’ αυτού να ακολουθεί τις αποφάσεις του δικαστηρίου της ΕΖΕΣ. Δεύτερον, το Ηνωμένο Βασίλειο ενώ θα συνέχιζε να επωφελείται από το ελεύθερο εμπόριο και να δεσμεύεται από τους κοινούς κανόνες που το ρυθμίζουν, παράλληλα ως μη μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν θα μπορούσε να λαμβάνει μέρος στη νομοθετική διαδικασία της αγοράς στην οποία θα συμμετείχε, δημιουργώντας έτσι ένα δημοκρατικό έλλειμα. Τρίτον, εφόσον το Ηνωμένο Βασίλειο θα συμμετείχε στην Ενιαία Ευρωπαϊκή Αγορά, θα έπρεπε αναγκαστικά να δεχτεί ταυτόχρονα και τις 4 από τις προαναφερθείσες ελευθερίες (Business Insider, 2018). Όπως είναι γνωστό ομως, ο περιορισμός της ελεύθερης μετακίνησης προσώπων ήταν ένας από τους λόγους που οδήγησαν στο συγκεκριμένο αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος (Vargas-Silva, 2016). Αν και αρχικά η επιλογή ενός soft Brexit φάνταζε ανέφικτη, πλέον είναι είναι πολύ πιο κοντά στην πραγματικότητα επιτρέποντας στο Ηνωμένο Βασίλειο μια μεταβατική περίοδο ως το τέλος του 2020 όπου θα επωφελείται της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Αγοράς χωρίς όμως να συμμετέχει στη νομοθετική διαδικασία.

Στο άλλο άκρο, ένα ακραία σκληρό Brexit θα σήμαινε ότι το Ηνωμένο Βασίλειο θα βγει από την Ευρωπαϊκή Ένωση και θα αντιμετωπιστεί εμπορικά ως ένα οποιοδήποτε τρίτο κράτος μέσα στα πλαίσια του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (WTO) (De Grauwe, 2016). Στην περίπτωση αυτή, το Ηνωμένο Βασίλειο μόνο μετά την έξοδο του από την Ένωση θα άρχιζε εκ νέου διαπραγματεύσεις για μια συμφωνία ελεύθερου εμπορίου όπου στην καλύτερη περίπτωση θα προσομοίαζε με την CETA, την πρόσφατη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Καναδά.  Αυτό το μοντέλο έχει πάρα πολλά αρνητικά στοιχεία όπου σίγουρα θα έπλητταν τον επιχειρηματικό κόσμο. Κυρίως, θα έπρεπε να αναφερθεί ότι τέτοιες συμφωνίες παίρνουν πολλά χρόνια να αποφασιστούν. Παραδείγματος χάρη η προαναφερθείσα συμφωνία με τον Καναδά άρχισε να είναι υπό διαπραγμάτευση το 2009, τελειοποιήθηκε το 2014 και ακόμα δεν έχει επικυρωθεί από όλα τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επίσης, μια τέτοια συμφωνία ποτέ δε θα δημιουργούσε ένα χώρο εμπορίου τόσο ελεύθερο όσο η Ενιαία Ευρωπαϊκή Αγορά. Τέλος, επειδή τέτοιες συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου χρειάζονται τη πλήρη συμφωνία όλων των κρατών-μελών,  είναι εύκολο να δημιουργηθεί ένα  καθεστώς «joint-decision trap» όπου επειδή κάθε συμβαλλόμενο κράτος-μέλος έχει δυνατότητα βέτο, μια τελική συμφωνία είναι πολύ δύσκολη (Scharpf, 2006).

 

Εμπορικές επιπτώσεις

Η δυναμική των διαπραγματεύσεων όσον αφορα το Brexit λοιπόν έχει ως εξής. Από τη μια, το Ηνωμένο Βασίλειο προσπαθεί να χρησιμοποιήσει όλο του το διπλωματικό κεφάλαιο ώστε να επιτύχει μια εμπορική συμφωνία συνεργασίας όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Λόγω των εσωτερικών βρετανικών πολιτικών παρασκηνίων μια τέτοια συμφωνία είναι δύσκολο να περιλαμβάνει και τις 4 ελευθέριες τις Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφόσον οι Βρετανοί δεν είναι έτοιμοι να δεχτούν την ελεύθερη μετακίνηση προσώπων, αλλά επιθυμούν την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών. Αυτή η επιθυμία προφανώς πηγάζει από την ανάγκη διασφάλισης στη βρετανική οικονομική ναυαρχίδα, το χρηματοοικονομικό τομέα, ότι θα μπορεί να έχει ελεύθερη πρόσβαση στην αγορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι χρηματοοικονομικές υπηρεσίες αποτελούν το 8% του βρετανικού ΑΕΠ και το 1/3 των παροχών αυτών προς το εξωτερικό κατευθύνονται προς κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ παραπάνω από τις μισές επενδύσεις των βρετανικών τράπεζων είναι στην ηπειρωτική Ευρώπη. Όσο το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι χρηματοοικονομικές αυτές εταιρίες με μια μόνο άδεια είχαν το διαβατήριο να προσφέρουν και στα 28 κράτη τις υπηρεσίες τους, προνόμιο που δε θα ισχύει πια. Από την άλλη, οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι δεν είναι έτοιμοι να δεχτούν κάτι τέτοιο εφόσον δηλώνουν κάθετοι στο γεγονός ότι οι 4 ελευθέριες είναι αδιαίρετες και δεν μπορεί να υπάρχει η μια χωρίς την άλλη. Αυτό είναι λογικό διότι αν η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ελαστική με την περίπτωση του Ηνωμένου Βασιλείου, θα ανοίξουν οι ασκοί του Αιόλου και άλλα μέλη-κράτη υπό εθνικιστικές και λαϊκίστικες πιέσεις θα ζητήσουν παρόμοια μεταχείριση, κλονίζοντας τα θεμέλια του ευρωπαϊκού οικοδομήματος (Bongardt & Torres, 2016). Από τη στιγμή που το Ηνωμένο Βασίλειο έχει πολλά περισσότερα να χάσει από το να μη βρεθεί λύση κι επιπλέον δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει το εσωτερικό του πολιτικό σκηνικό για να πιέσει για μια καλή συμφωνία Brexit, αφού θεωρητικά βγαίνοντας από την Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ήδη ικανοποιήσει τους πολίτες της, η πολιτική κόκκινων γραμμών δεν είναι πλέον αποτελεσματική και η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει το πάνω χέρι στις διαπραγματεύσεις (Hancke, 2016).

 

Νομικές επιπτώσεις

Στο πεδίο της νομοθεσίας και την εφαρμογή του Ευρωπαϊκού Δικαίου, το οποίο είναι ήδη ενσωματωμένο στη Βρετανική έννομη τάξη, η λύση δεν είναι ούτε απλή ούτε προφανής. Σε γενικές γραμμές, προβλέπεται ότι θα ισχύσουν μεταβατικές διατάξεις για την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από τις Ευρωπαϊκές Συνθήκες, ωστόσο στα θέματα ιδιωτικού δικαίου τα οποία σε μεγάλο βαθμό ορίζονται από Ευρωπαϊκούς Κανονισμούς (π.χ. Ρώμη Ι, Ρώμη ΙΙ, Σύμβαση Λουγκάνο 2007) τίθεται το ερώτημα του πώς θα αντικατασταθούν. Σημειωτέον ότι περίπου το 15% της βρετανικής νομοθεσίας που τέθηκε σε ισχύ από το 1980 μέχρι το 2009 περιέχει ευρωπαϊκές διατάξεις. Μετά την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση το Μάρτιο του 2019, κάθε είδους Ευρωπαϊκή νομοθεσία θα παύσει να ισχύει στην εσωτερική βρετανική έννομη τάξη και θα αντικατασταθεί από την εθνική νομοθεσία του Ηνωμένου Βασιλείου.

Μεγάλη συζήτηση διεξάγεται για τη δικαιοδοσία των Ευρωπαϊκών Δικαστηρίων την επομένη του Brexit και κυρίως για το ήδη υπάρχον δεδικασμένο. Έχει γίνει δεκτό ότι από τη στιγμή της αποχώρησης, τα βρετανικά δικαστήρια δεν θα αναγνωρίζουν τα ευρωπαϊκά δικαστήρια ως τα ανώτατα (όπως ίσχυε μέχρι τώρα), ούτε θα υποχρεούνται να θέτουν προδικαστικά ερωτήματα ενώπιόν τους. Η κορυφή της δικαστικής εξουσίας θα είναι πλέον το Ανώτατο Δικαστήριο του Ηνωμένου Βασιλείου. Ωστόσο, όλες οι αποφάσεις που παρήγαγαν δεδικασμένο μέχρι και την επίσημη αποχώρηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση θα εξακολουθήσουν να ισχύουν και μετά, κυρίως για λόγους ασφάλειας δικαίου. Μετά το Brexit, είναι ξεκάθαρη η πρόθεση του Ηνωμένου Βασιλείου να μη δεσμεύεται από τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ). Παρόλα αυτά, οι δικαστές δεν απαγορεύεται να ερμηνεύουν το εσωτερικό δίκαιο σε συνάρτηση με το ευρωπαϊκό. Όσον αφορά τη δικαιοδοσία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), το ζήτημα είναι πολύπλοκο καθώς το Ηνωμένο Βασίλειο δεν μπορεί να διαμηνύσει ότι θα παύσει να εφαρμόζει κεκτημένα σε σχέση με τα ανθρώπινα δικαιώματα. Το πιθανότερο σενάριο θέλει την εθνική νομοθεσία (Human Rights Act 1998) που ήδη προστατεύει την πλειοψηφία των βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων να προσαρμόζεται ώστε να ενσωματώσει δικαιώματα που μόνο στον Ευρωπαϊκό Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων υπάρχουν για την ώρα (το Βρετανικό Κοινοβούλιο αποφάσισε ότι το Ηνωμένο Βασίλειο δεν θα εφαρμόζει τον Ευρωπαϊκό Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων τον Ιανουάριο του 2018). Στην πραγματικότητα, οι διαχωριστικές γραμμές για τη δικαιοδοσία των Ευρωπαϊκών Δικαστηρίων πριν και μετά το Brexit είναι αρκετά θολές, και εναπόκεινται στη διακριτική ευχέρεια της δικαστικής εξουσίας να χρησιμοποιήσει τα ανάλογα νομικά εργαλεία ώστε να διασφαλίσει μια ομαλή μετάβαση στη νέα κατάσταση.

 

Επιπτώσεις στον τομέα της ενέργειας

Η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από πυρηνικά εργοστάσια ήταν και είναι μια επιλογή ενεργειακής ασφάλειας για το Ηνωμένο Βασίλειο. Ειδικά σε ένα παγκόσμιο, μεταβαλλόμενο και ρευστό γεωπολιτικό περιβάλλον, η παραγωγή εγχώριας ηλεκτρικής ενέργειας είναι σχεδόν μονόδρομος για όλα τα κράτη.

Το Ηνωμένο Βασίλειο διαθέτει 15 πυρηνικούς αντιδραστήρες  που παράγουν ηλεκτρική ενέργεια με συνολική χωρητικότητα παραγωγής 9.5 GWe. Αυτοί οι 15 υπάρχοντες αντιδραστήρες βρίσκονται σε 8 εργοστάσια σε όλο το Ηνωμένο Βασίλειο. Η εταιρεία που διαχειριζόταν όλα τα πυρηνικά εργοστάσια ιδιωτικοποιήθηκε το 2008 και αγοράστηκε από την Γαλλική EDF κατά 80% και την επόμενη χρονιά η Centrica αγόρασε το υπόλοιπο 20%. Σε πρόσφατο άρθρο της αγγλικής εφημερίδας Guardian εκφράστηκε η ανησυχία της βρετανικής Κυβέρνησης, όσον αφορά πρόσφατα δημοσιεύματα που ήθελαν την Κινεζική κρατική ενεργειακή εταιρεία China General Nuclear Power Group (CGN) να θέλει να εξαγοράσει ένα μεγάλο μερίδιο της εταιρείας British Energy, από την Γαλλική EDF (η οποία ανακοίνωσε ότι θα πουλήσει ένα ποσοστό για να μπορέσει να αποπληρώσει τα χρέη της, τα οποία είναι αυξανόμενα) και την Centrica (η οποία ήδη ανακοίνωσε ότι θέλει να πουλήσει το ποσοστό της, το 20%). Αυτή η εταιρεία ελέγχει και τους 15 πυρηνικούς αντιδραστήρες του Ηνωμένου Βασιλείου. Αν η παραπάνω συναλλαγή εκτελεστεί με επιτυχία, η Κίνα θα βρεθεί να ελέγχει κρίσιμες υποδομές ενέργειας σε μια χώρα της Δύσης/ΝΑΤΟ, κάτι το οποίο είναι πολιτικά δύσκολο να αποδεχτεί το Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά και οι ΗΠΑ/ΕΕ θα αντιδρούσαν έντονα. Βέβαια θα πρέπει να αναφέρουμε ότι ήδη η Κινεζική κρατική ενεργειακή εταιρεία China General Nuclear Power Group (CGN) κατέχει το 1/3 του νέου πυρηνικού αντιδραστήρα Hinkley Point C που θα ξεκινήσει να κατασκευάζεται  το 2019. Επιπλέον, η συγκεκριμένη κρατική Κινεζική εταιρεία θέλει να κατασκευάσει 2 καινούργιους πυρηνικούς αντιδραστήρες στο Essex, όπου θα κατέχει το 100%. Από οικονομικής πλευράς όλα τα παραπάνω είναι θεμιτά για το Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά από γεωπολιτικής άποψης και ενεργειακής ασφάλειας εφοδιασμού/υποδομών θα είναι σχεδόν αδύνατο πολιτικά να εγκριθεί από την κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, βέβαια σε μια εποχή μετά το Brexit όλα είναι πιθανά. Ωστόσο, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι η μελλοντική ενεργειακή πολιτική του ΗΒ όσον αφορά τον πυρηνικό της ενεργειακό τομέα, επηρεάζεται από πολλούς επιπλέον παράγοντες όπως η υποστήριξη της κοινής γνώμης προς την πυρηνική ενέργεια, ο τρόπος χρηματοδότης αυτών των τεράστιων πρότζεκτ και οι παγκόσμιες ενεργειακές τεχνολογικές εξελίξεις.

Η εισαγωγή τρόπων αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας στο ηλεκτρικό/ενεργειακό δίκτυο του Ηνωμένου Βασιλείου θα είναι το επόμενο μεγάλο στοίχημα για τον ενεργειακό σχεδιασμό της χώρας. Σύμφωνα με μια έκθεση που δημοσιεύτηκε τον Δεκέμβριο του 2017 με τίτλο ‘Batteries, Exports, and Energy Security: The deployment of 12GW of battery storage by the end of 2021 is achievable and can support post-Brexit growth’ προβλέπει την τοποθέτηση μπαταριών για αποθήκευση ηλεκτρικής ενέργειας χωρητικότητας 12GW έως το 2021 στο ηλεκτρικό δίκτυο του Ηνωμένου Βασιλείου.

Το επίπεδο της εξάρτησης από εισαγωγές ενέργειας (κυρίως πετρέλαιο και φυσικό αέριο) του Ηνωμένου Βασιλείου κυμάνθηκε το 2016 σε επίπεδα της δεκαετίας του 1970-1980. Αυτό συμβαίνει κυρίως γιατί η παραγωγή φυσικού αερίου και πετρελαίου από τα κοιτάσματα της Βόρειας Θάλασσας μειώνεται σταδιακά κάθε χρόνο από το 2004 και μετά. Όσον αφορά τις εισαγωγές λιγνίτη, αυτές έχουν μειωθεί δραματικά από το 2013 και μετά, κυρίως λόγω της αύξησης παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας αλλά και του φόρου άνθρακα που επιβλήθηκε το 2013. Η παραπάνω κατάσταση κάνει επιτακτική τη συνεργασία του Ηνωμένου Βασιλείου με την Ευρωπαϊκή Ένωση σε θέματα ενέργειας, είτε παραμείνει στην εσωτερική ενεργειακή αγορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης είτε όχι.

Από τις μελέτες και τις εκθέσεις που παρουσιάστηκαν, προκύπτει ότι η μελλοντική ζήτηση φυσικού αερίου του Ηνωμένου Βασιλείου θα μειωθεί σταδιακά ή στην χειρότερη περίπτωση θα παραμείνει σταθερή, παρότι η  μελλοντική ζήτηση ηλεκτρισμού της χώρας θα αυξηθεί κατά πάσα πιθανότητα μετά το 2015, μέχρι τότε θα μειώνεται σταδιακά (αναφερόμαστε σε ζήτηση πρωτογενούς ενέργειας). Πιο συγκεκριμένα η πρωτογενής ζήτηση ενέργειας το 2017 σύμφωνα με την κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου  είναι παρόμοια με τις προβολές του 2016, μειώνεται κατά το 11% μεταξύ 2016 και 2025, από 201 σε 179 εκατομμύρια τόνους πετρελαίου (Mtoe), πριν αυξηθεί και πάλι στα 193 Mtoe το 2035. Σύμφωνα με τις προβλέψεις της κυβέρνησης του Ηνωμένου Βασιλείου αυτή η μελλοντική ζήτηση για ηλεκτρισμό θα καλυφτεί αρχικά με περισσότερες εισαγωγές ηλεκτρισμού μέσω των δια συνδετήριων ηλεκτρικών καλωδίων από την ηπειρωτική Ευρώπη και από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και μακροπρόθεσμα από πυρηνικούς αντιδραστήρες, ειδικά μετά το 2030.

 

Ο αντίκτυπος του Brexit στην Ελλάδα

Όπως αναμένεται, το Brexit θα επηρεάσει τα υπόλοιπα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την χώρα μας να μην αποτελεί εξαίρεση. Σε οικονομικό επίπεδο, η Ελλάδα, αναλογικά με το ΑΕΠ της,  διαθέτει την 5η μεγαλύτερη έκθεση στην οικονομία του Ηνωμένου Βασιλείου. Επιπλέον, η τραπεζική διασύνδεση των δύο χωρών αριθμεί το 24% του ελληνικού ΑΕΠ. Ως εκ τούτου, λαμβάνοντας υπόψη τις ισχυρές εμπορικές και επενδυτικές σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών, η έξοδος του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση καθιστά τη χώρα μας ευάλωτη. Μια υποθετική μείωση κατά μία ποσοστιαία μονάδα του συνόλου των ελληνικών εξαγωγών σε υπηρεσίες και εμπορεύματα προς το Ηνωμένο Βασίλειο, θα μπορούσε να μειώσει το ονομαστικό ΑΕΠ της Ελλάδας κατά περίπου 0.03 ποσοστιαίες μονάδες.

Σε πολιτικό επίπεδο, η αίγλη του ευρωπαϊκού οικοδομήματος έχει κλωνιστεί και ολοένα και περισσότεροι Ευρωπαίοι οραματίζονται το μέλλον των χωρών τους εκτός του ευρωπαϊκού σχεδιασμού. Τα ευρωσκεπτικιστικά κόμματα διευρύνουν διαρκώς την εκλογική τους απήχηση, ενώ η αδυναμία των Βρυξελλών να δώσει βιώσιμες λύσεις σε προβλήματα όπως η προσφυγική κρίση, τροφοδοτεί περαιτέρω τέτοιου έιδους ιδεολογικοπολιτικά κινήματα. Ο κίνδυνος πολιτικής μετάδοσης του Brexit είναι πραγματικός, καθώς όλο και περισσότερη κριτική ασκείται στο γραφειοκρατικό μηχανισμό των Βρυξελλών. Η έξοδος της Βρετανίας, θα πυροδοτήσει μια σειρά απρόβλεπτων εξελίξεων, οι οποίες πιθανόν να θέσουν εν αμφιβόλω τη συνοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Στον τουριστικό κλάδο, η ενδεχόμενη μείωση του εισοδήματος στο Ηνωμένο Βασίλειο λόγω Brexit, σε συνδυασμό με την άνοδο του πληθωρισμού και την υποτίμηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας της Στερλίνας έναντι του Ευρώ, ενδέχεται να επηρεάσει αρνητικά τον αριθμό αλλά και τη δραστηριότητα των Βρετανών τουριστών στην Ελλάδα. Στην αύξηση του οικονομικού κόστους ενδέχεται να προστεθεί και ένα ακόμα εμπόδιο, αυτό της επαναφοράς της ταξιδιωτικής βίζας για τους κατοίκους του Ηνωμένου Βασιλείου.

Ταυτόχρονα, η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση θα μπορούσε να έχει αρνητικό αντίκτυπο στο μέγεθος του τρέχοντος κοινοτικού προϋπολογισμού, ακόμα και στην περίπτωση που η τελική συμφωνία προβλέπει έστω και μειωμένη συνεισφορά του Ηνωμένου Βασιλείου. Ως εκ τούτου, υπάρχει κίνδυνος μείωσης των συνολικών κεφαλαίων και διαθρωτικών κονδυλίων που σήμερα είναι διαθέσιμα για την Ελλάδα, τα οποία υπολογίζονται περιπου σε 35 δις Ευρώ (για την περίοδο 2014-2020).

 

Επίλογος

Κλείνοντας, όπως είναι έκδηλο τα μέτωπα παραμένουν ανοιχτά, και ασφαλώς δημιουργείται τεράστια ανησυχία για το μέλλον των χιλιάδων Ελλήνων που είτε ζουν και εργάζονται στο Ηνωμένο Βασίλειο, είτε σκοπεύουν να εγακατασταθούν σε αυτό στο άμεσο μέλλον. Οι εξελίξεις, εν μέσω συνεχών διαπραγματεύσεων, είναι διαρκείς και όπως είναι φυσιολογικό είναι αδύνατον να αποτυπωθούν σε ένα και μόνο κείμενο. Ως ΟΝΝΕΔ Ηνωμένου Βασιλείου δεσμευόμαστε με αίσθημα ευθύνης απέναντι στους ανθρώπους που αγωνιούν για το μέλλον τους, να προσπαθούμε να ενημερώνουμε όσο το δυνατόν πιο έγκυρα και έγκαιρα με σκοπό να υπάρχει άμεση ανταπόκριση στις συνθήκες που δημιουργούνται.

 

Η Ομάδα Εργασίας:

Θεόδωρος Σπαθόπουλος
Αλέξανδρος Τριανταφύλλου
Μαρία Μπαζδάνη
Αθανάσιος Πίτατζης
Μίνωας Βιτάλης
Έλενα Ποιμενίδου
Ευάγγελος Τσιρώνης
Έβελυν Πέτρου
Φανή Μάρη

 

 

ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΚΑΙ ΧΡΗΣΙΜΗ ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ

 

  • R, Hancké, (2016). Brexit, red lines and the EU: The two-level game revisited. EUROPP
  • C, Vargas-Silva. EU Migration to and from the UK After Brexit. Intereconomics, Review of European Economic Policy, Volume 51, September/October 2016, Number 5
  • K, Lannoo. EU Financial Market Access After Brexit. Intereconomics, Review of European Economic Policy, Volume 51, September/October 2016, Number 5
  • P, De Grauwe. What Future for the EU After Brexit?. Intereconomics, Review of European Economic Policy, Volume 51, September/October 2016, Number 5
  • “Speech by Michel Barnier at the press conference following the third round of Article 50 negotiations with the United Kingdom”. European Commission. 31 August 2017. Retrieved 14 June 2018
  • “Speaking points by Michel Barnier at the press conference following the second round of Article 50 negotiations with the United Kingdom”. European Commission. 20 July 2017. Retrieved 14 June 2018
  • “Press statement by Michel Barnier following the fifth round of Article 50 negotiations with the United Kingdom”. European Commission. 12 October 2017. Retrieved 14 June 2018
  • “Joint report from the negotiators of the European Union and the United Kingdom Government on progress during phase 1 of negotiations under Article 50 TEU on the United Kingdom’s orderly withdrawal from the European Union”. European Commission. 8 December 2017. Retrieved 14 June 2018
  • “European Council (Art. 50) guidelines for Brexit negotiations”. The European Council. 15 December 2017. Retrieved 14 June 2018
  • A, Macdonald & G, Baczynska. “Britain, EU clinch Brexit ‘breakthrough’ with move to trade talks”. 9 December 2017. Retrieved 14 June 2018 – Reuters.
  • A, Bongardt and F, Torres. Intereconomics, Review of European Economic Policy, Volume 51, September/October 2016, Number 5 The Political Economy of Brexit: Why Making It Easier to Leave the Club Could Improve the EU
  • F, Scharpf. The Joint Decision Trap Revisited, JCMS 2006 Volume 44. Number 4. pp. 845-64
  • D. Putnam, (1988). Diplomacy and domestic politics: the logic of two-level games. International Organization, 42(03), 427-460
  • W, Schelkle. (forthcoming), Integration and Dis-integration: Two-level games in the EU, in: Daniel Bailey and Colin Hay (eds), Diverigng Capitalisms, Palgrave

 

Επικοινωνήστε μαζί μας

Sending

Log in with your credentials

Forgot your details?