Συμπληρώθηκε ένας χρόνος από το δημοψήφισμα στη Μεγάλη Βρετανία που σύμφωνα με το αποτέλεσμα του, οι Βρετανοί τάχθηκαν υπέρ του “brexit”. Τα ερωτήματα που δημιουργούνται πλέον είναι πάρα πολλά για την «επόμενη» μέρα.
Με αφορμή τον ένα χρόνο από την «ιστορική» αυτή απόφαση, το αποτέλεσμα της οποίας συγκλόνισε την παγκόσμια κοινή γνώμη, το zougla.gr ζήτησε και φιλοξενεί σχετικό άρθρο του Πρόεδρο της ΟΝΝΕΔ Ηνωμένου Βασιλείου, Γιάννη Αμούτζα.
«Στις 23 Ιούνη του περασμένου έτους οι Βρετανοί πολίτες κλήθηκαν να λάβουν μια ιστορική απόφαση για το μέλλον της χώρας τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το αποτέλεσμα συγκλόνισε την παγκόσμια κοινότητα και μαζί του δημιούργησε μια θύελλα κινδυνολογίας. Η δραματική πτώση της Στερλίνας και η αβεβαιότητα για τις αντοχές του βρετανικού οικονομικού συστήματος κυρίευσαν την αγορά και ανέδειξαν μια σειρά από ερωτήματα τόσο για τους Βρετανούς πολίτες όσο και για όλους τους υπόλοιπους μετανάστες που ζουν και εργάζονται στο Ηνωμένο Βασίλειο. Το λεγόμενο “BREXIT” έπαιρνε πλέον σάρκα και οστά», υπογράμμισε ο κ. Αμούτζας.
Και ανέφερε: «Μετά από μια γενικευμένη καθυστέρηση και ελλιπή στοχοθεσία, δέκα μήνες μετά το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος η νέα Πρωθυπουργός της Βρετανίας -Τερέζα Μέι- ανακοίνωνε την έναρξη των συνομιλιών με την Ευρωπαϊκή Ένωση για το Brexit και την ενεργοποίηση του άρθρου 50 της συνθήκης της Λισαβώνας το οποίο ενέτασσε τη Βρετανία σε επίσημες συνομιλίες για την απομάκρυνση της από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Οι συντηρητικοί και το πλάνο περί σκληρού Brexit έδειχναν να απολαμβάνουν της αποδοχής του πληθυσμού ενώ οι αγορές ερμήνευαν κάθε ένδειξη προς μια σκληρή έξοδο ως σημάδι ισχύος έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Τερέζα Μέι επιθυμώντας να κεφαλαιοποιήσει το δημοσκοπικό της πλεονέκτημα και να ενισχύσει την πλειοψηφία της στο Κοινοβούλιο, προκηρύσσει εθνικές εκλογές για τις 8 Ιουνίου. Το απροσδόκητο αποτέλεσμα για μια ακόμη φορά περιέπλεξε το μέλλον της χώρας. Η νωπή ισχυρή λαϊκή εντολή που θα νομιμοποιούσε πλήρως την διαπραγματευτική ισχύ της Βρετανίας δεν προέκυψε. Το συντηρητικό κόμμα έχασε την αυτοδυναμία ενώ οι εργατικοί του Κόρμπιν ενίσχυσαν σημαντικά την δύναμη τους».
«Κάτι περισσότερο από έναν χρόνο, λοιπόν, δύο αναπάντεχα εκλογικά αποτελέσματα και μια πολιτική και οικονομική αναταραχή που συνεχίζεται. Τα αναπάντητα ερωτήματα πληθαίνουν και μαζί τους η αγωνία χιλιάδων Ελλήνων που δραστηριοποιούνται επαγγελματικά στην Βρετανία ή επιθυμούν να αναζητήσουν εκεί την επαγγελματική τους τύχη ή την ακαδημαϊκή τους εξέλιξη», υπογράμμισε και τόνισε: «Το ενδεχόμενο Brexit μπορεί να φέρει σημαντικές ανακατατάξεις στον χώρο της παιδείας. Η πιθανή εξίσωση των διδάκτρων των Ευρωπαίων φοιτητών με αυτά των διεθνών φοιτητών ενδέχεται να επιφέρει αύξηση που μπορεί να αγγίζει και το 100% του συνολικού ποσού.
Επίσης, αρκετά από τα ερευνητικά προγράμματα των διδακτορικών φοιτητών χρηματοδοτούνταν από την Ευρωπαϊκή Ένωση κάτι που πρακτικά σημαίνει την πιθανή μείωση όχι μόνο των κονδυλίων, αλλά και τον αριθμό των φοιτητών που θα μπορούν να συνεχίζουν σε διδακτορικό-ερευνητικό στάδιο τις σπουδές τους. Επιπρόσθετα, η δανειοδότηση με εγγυητή το κράτος είναι πιθανόν να εστιάσει σε Βρετανούς πολίτες και μόνο, περιορίζοντας σημαντικά την πρόσβαση στην “φθηνή” χρηματοδότηση για σπουδές στους Ευρωπαίους πολίτες εντός Βρετανίας. Προκύπτει σαφώς, ότι τα ακριβότερα δίδακτρα και η περιορισμένη πρόσβαση σε χρηματοδοτούμενα προγράμματα θα ανακόψει το κύμα των Ευρωπαίων πολιτών που επιλέγουν το Ηνωμένο Βασίλειο».
«Αναφορικά με τους εργαζόμενους» επεσήμανε ο Πρόεδρος της ΟΝΝΕΔ Ηνωμένου Βασιλείου, «τα ερωτήματα δεν είναι λιγότερα. Η παραμονή στην Βρετανία μπορεί να απαιτεί την χορήγηση κάποιου είδους βίζας/κάρτας η οποία, προφανώς, θα είναι κοστοβόρα για τον εργοδότη. Αυτομάτως, ο Ευρωπαίος εργαζόμενος καθίσταται λιγότερο ελκυστικός έναντι του Βρετανού επομένως ο νόμος της ελεύθερης αγοράς θα περιορίσει την προσφορά εργασίας σε Ευρωπαίους πολίτες. Επίσης υπό αυτές τις συνθήκες σημαντικές εταιρείες επενδυτικής τραπεζικής, ήδη απεργάζονται σενάρια μετεγκατάστασης σε άλλες χώρες. Αρκετές από αυτές θέλοντας να περιορίσουν την έκθεσή τους στην Βρετανική οικονομία, εγκαινιάζουν προγράμματα εθελοντικής επανατοποθέτησης εργαζομένων σε γραφεία τους στην υπόλοιπη Ευρώπη. Η πιθανή μετακίνηση των χρηματοοικονομικών κολοσσών ασφαλώς μπορεί να σημαίνει και την σημαντική μείωση εργασιακών ευκαιριών».
Καταλήγοντας στο άρθρο του, ο κ. Αμούτζας, σημείωσε χαρακτηριστικά: «Αναντίρρητα ο κατάλογος των αναπάντητων ερωτημάτων μπορεί να διευρυνθεί. Οι ανησυχίες τόσο των ανθρώπων που βρίσκονται ήδη εδώ, αλλά και όσων σκέφτονται να μετεγκατασταθούν είναι απολύτως λογικές. Στα πλαίσια των συνομιλιών με την Ευρωπαϊκή Ένωση, το προσχέδιο της Τερέζας Μει αναφέρει ευνοϊκές ρυθμίσεις για τους πολίτες που βρίσκονται και εργάζονται ήδη στο Ηνωμένο Βασίλειο χωρίς να γίνεται αναφορά σε αυτούς που θα έρθουν στο μέλλον και στο αν θα υπάρξουν συγκεκριμένοι περιορισμοί. Οι ανακοινώσεις όμως ορισμένων βρετανικών πανεπιστημίων για δημιουργία νέων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες και οι εκτεταμένες μελέτες μετεγκατάστασης των διεθνών πολυεθνικών αναδεικνύουν την έντονη ανησυχία για το μέλλον των διαπραγματεύσεων».